θάλπω

θάλπω
(AM θάλπω)
1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.)
2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω
3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» — περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη)
μσν.-αρχ.
1. εκκολάπτω
2. κάθομαι πάνω σε κάτι
αρχ.
1. (για πάθος) φλέγω, διεγείρω («ἡ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι», Αισχύλ.)
2. είμαι γεμάτος ζέση, είμαι σφριγηλός
3. ελκύω, διεγείρω τον πόθο («ἐμέ οὐδὲν θάλπει ἡ δόξα» — δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για την δόξα, Αλκίφρ.)
4. μέσ. θάλπομαι
στεγνώνω στη φωτιά («θάλπεται ῥάκη», Σοφ.)
5. παροιμ. «θάλπει τόν δίφρον» — ζει τεμπέλικη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλ-π-ω, όπου το -π- είναι ένα επίθημα (πιθ. < ΙΕ χειλοϋπερωικό qw), οπότε το θάλπω συνδέεται με το θαλυκ-ρός*. Η υπόθεση για παραγωγή τού θάλπω από το θάλλω δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η αρχική σημασία τής λ. ήταν «θερμαίνω» — στον Όμηρο χρησιμοποιείται για το τόξο τού Οδυσσέα, το οποίο θέρμαιναν για να γίνει πιο μαλακό. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία «καίω», προκειμένου περί πάθους, μετέπεσε δε και στη σημασία «αναθερμαίνω-ενθαρρύνω».
ΠΑΡ. θάλπος, θαλπτήριος, θαλπωρή
αρχ.
θαλπιώ, θαλπνός
αρχ.-μσν.
θάλψις
νεοελλ.
θαλπερός.
ΣΥΝΘ. Β' συνθετικό) αναθάλπω, περιθάλπω, υποθάλπω
αρχ.
αμφιθάλπω, αντιθάλπω, διαθάλπω, εκθάλπω, ενθάλπω, επιθάλπω, καταθάλπω, παραθάλπω, προσθάλπω, συνθάλπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θάλπω — heat pres subj act 1st sg θάλπω heat pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπω — έθαλψα, μτβ. 1. μεταδίνω ευχάριστη θερμότητα. 2. μτφ., περιποιούμαι κάποιον, τον περιθάλπω, τον εμψυχώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλπον — θάλπω heat pres part act masc voc sg θάλπω heat pres part act neut nom/voc/acc sg θάλπω heat imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θάλπω heat imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπετε — θάλπω heat pres imperat act 2nd pl θάλπω heat pres ind act 2nd pl θάλπω heat imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπῃ — θάλπω heat pres subj mp 2nd sg θάλπω heat pres ind mp 2nd sg θάλπω heat pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλψαι — θάλπω heat aor imperat mid 2nd sg θάλπω heat aor inf act θάλψαῑ , θάλπω heat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλψει — θάλπω heat aor subj act 3rd sg (epic) θάλπω heat fut ind mid 2nd sg θάλπω heat fut ind act 3rd sg θάλψις warming fem nom/voc/acc dual (attic epic) θάλψεϊ , θάλψις warming fem dat sg (epic) θάλψις warming fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλψον — θάλπω heat aor imperat act 2nd sg θάλπω heat fut part act masc voc sg θάλπω heat fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλψω — θάλπω heat aor subj act 1st sg θάλπω heat fut ind act 1st sg θάλπω heat aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλψῃ — θάλπω heat aor subj mid 2nd sg θάλπω heat aor subj act 3rd sg θάλπω heat fut ind mid 2nd sg θάλψηι , θάλψις warming fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”